Griechisch » Deutsch

αποκαλυπτικ|ός <-ή, -ό> [apɔkaliptiˈkɔs] ADJ

1. αποκαλυπτικός:

2. αποκαλυπτικός REL:

αποκαλυπτήρια [apɔkalipˈtiria] SUBST nt

αποκαλυπτήρια Pl και übtr (κοινοποίηση μυστικού):

αποκαλύ|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [apɔkaˈliptɔ] VERB trans

1. αποκαλύπτω (ξεσκεπάζω):

3. αποκαλύπτω (ψεύτη, κλέφτη):

4. αποκαλύπτω (βρίσκω):

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский