Griechisch » Deutsch

μετάβασ|η <-εις> [mɛˈtavasi] SUBST f

1. μετάβαση (ως πεζός):

Gang m

2. μετάβαση (με όχημα):

Fahrt f

3. μετάβαση (από μια κατάσταση σε άλλη):

μεταβ|αίνω <-ηκα> [mɛtaˈvɛnɔ] VERB intr

1. μεταβαίνω (πηγαίνω):

2. μεταβαίνω (σε άλλο θέμα):

μεταβατικ|ός <-ή, -ό> [mɛtavatiˈkɔs] ADJ

2. μεταβατικός LING (ρήμα):

μεταβιβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtaviˈvazɔ] VERB trans

1. μεταβιβάζω (μεταφέρω):

2. μεταβιβάζω (δικαίωμα):

3. μεταβιβάζω (μήνυμα):

4. μεταβιβάζω (παραδόσεις):

μετακλασικ|ός <-ή, -ό> [mɛtaklasiˈkɔs] ADJ

I . μετ|αβάλλω <-έβαλα, -αβλήθηκα, -αβλημένος> [mɛtaˈvalɔ] VERB trans

1. μεταβάλλω (αλλάζω):

2. μεταβάλλω (μεταμορφώνω):

verwandeln in +Akk

II . μεταβάλλομαι VERB refl

1. μεταβάλλομαι (αλλάζω):

2. μεταβάλλομαι (ειδικά καιρός):

3. μεταβάλλομαι (μεταμορφώνομαι):

μεταβολή [mɛtavɔˈli] SUBST f

2. μεταβολή (γύρισμα γύρω από τον εαυτό μου):

μεταβίωσ|η <-εις> [mɛtaˈviɔsi] SUBST f ÖKOL

μεταβορικ|ός <-ή, -ό> [mɛtavɔriˈkɔs] ADJ

μεταλαβ|αίνω <-α> [mɛtalaˈvɛnɔ] VERB intr

1. μεταλαβαίνω (δέχομαι τη θεία μετάληψη):

2. μεταλαβαίνω (δίνω τη θεία μετάληψη):

μεταβιβάσιμ|ος <-η, -ο> [mɛtaviˈvasimɔs] ADJ

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский