- μηχανή
- Maschine f
- μηχανή αναζήτησης COMPUT
-
- δομική μηχανή
-
- μηχανή πλεξίματος
-
- μηχανή προβολής (επιδιασκόπιο)
-
- μηχανή προβολής (επιδιασκόπιο)
-
- μηχανή γραφείου
-
- μηχανή εκτύπωσης διευθύνσεων
-
- ραπτική μηχανή
-
- φωτογραφική μηχανή
-
- φωτογραφική μηχανή αυτόματης εστίασης
-
- φωτογραφική κόμπακτ μηχανή
-
- φωτογραφική μηχανή πολαρόιντ
-
- στερεοσκοπική φωτογραφική μηχανή
-
- φωτογραφική μηχανή τσέπης
-
- φωτογραφική μηχανή (τύπου) reflex
-
- ψηφιακή φωτογραφική μηχανή
-
- ψηφιακή φωτογραφική μηχανή reflex
-
- φωτογραφική μηχανή reflex με δύο φακούς
-
- υποβρύχια φωτογραφική μηχανή
-
- φωτογραφική μηχανή με φακό μεσαίου φορμάτ
-
- φωτογραφική μηχανή με φυσούνα (σύγχρονη)
-
- χορτοκοπτική μηχανή/μηχανή γκαζόν
-
- μηχανή
- Motorrad nt
- ταξιδιωτική μηχανή
-
- μηχανή
-
- μηχανή
- Apparat m
- κυβερνητική μηχανή
-
- θεριζοαλωνιστική (μηχανή)
-
Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?
Sende uns gerne einen neuen Eintrag für das PONS OpenDict. Die eingereichten Vorschläge werden von der PONS Redaktion geprüft und entsprechend in die Ergebnisse aufgenommen.
- χορτοκοπτική μηχανή/μηχανή γκαζόν
- μηχανή f οξυγονοκοπής
- μηχανή f κάμψης
- μηχανή f χόνινγκ
- μηχανή f προβολής (επιδιασκόπιο)