- αεροπλάνο
- Flugzeug nt
- αεριωθούμενο αεροπλάνο
-
- αμφίβιο αεροπλάνο
-
- αναγνωριστικό αεροπλάνο
-
- αναγνωριστικό αεροπλάνο
-
- αεροπλάνο αναχαιτίσεως
-
- βομβαρδιστικό αεροπλάνο
- Bomber m
- βομβαρδιστικό αεροπλάνο
-
- αεροπλάνο γραμμής
-
- έκτακτο αεροπλάνο
-
- ελικοφόρο αεροπλάνο
-
- επιβατικό αεροπλάνο
-
- ιδιωτικό αεροπλάνο
-
- αεροπλάνο κάθετης απογείωσης (και προσγείωσης)
-
- καταδιωκτικό αεροπλάνο
- Jäger m
- καταδιωκτικό αεροπλάνο
- Jagdflugzeug nt
- μαχητικό αεροπλάνο
-
- μεταγωγικό αεροπλάνο
-
- οπλιταγωγό αεροπλάνο
-
- αεροπλάνο ραντάρ
-
- στρατιωτικό αεροπλάνο
-
- υπερηχητικό αεροπλάνο
-
Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?
Sende uns gerne einen neuen Eintrag für das PONS OpenDict. Die eingereichten Vorschläge werden von der PONS Redaktion geprüft und entsprechend in die Ergebnisse aufgenommen.
- μεταφορικό αεροπλάνο
- αναγνωριστικό αεροπλάνο MILIT
- πυροσβεστικό αεροπλάνο
- καταδιωκτικό αεροπλάνο
- Jäger m