- αυτοκίνητο
- Auto nt
- αγωνιστικό αυτοκίνητο
-
- αστυνομικό αυτοκίνητο
-
- αστυνομικό αυτοκίνητο
- Polizeiauto nt
- επιβατικό αυτοκίνητο
-
- αυτόματο αυτοκίνητο
-
-
- Rallyeauto nt
- σπορ αυτοκίνητο
-
- διθέσιο αυτοκίνητο
-
- τετραθέσιο αυτοκίνητο
-
- ηλεκτρικό/ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο
- Elektroauto nt
- μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
-
- μικρό αυτοκίνητο
-
- μικρομεσαίο αυτοκίνητο
-
- μεσαίο αυτοκίνητο
-
- μεγάλο αυτοκίνητο
-
- νοικιαζόμενο αυτοκίνητο
-
- νοικιαζόμενο αυτοκίνητο
-
- πολυμορφικό αυτοκίνητο
-
-
- Autokauf m
- δαπάνες f Pl αυτοκινήτου
-
- νοσοκομειακό αυτοκίνητο nt
-
Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?
Sende uns gerne einen neuen Eintrag für das PONS OpenDict. Die eingereichten Vorschläge werden von der PONS Redaktion geprüft und entsprechend in die Ergebnisse aufgenommen.