Griechisch » Deutsch

υποτιμητικ|ός <-ή, -ό> [ipɔtimitiˈkɔs] ADJ

υποστηρικτής [ipɔstirikˈtis], υποστηριχτής [ipɔstirixˈtis] SUBST m, υποστηρίχτρια [ipɔstiˈrixtria] SUBST f

1. υποστηρικτής:

2. υποστηρικτής (καλλιτεχνών: που αναλαμβάνει τις δαπάνες):

Sponsor(in) m (f)

υποτίμησ|η <-εις> [ipɔˈtimisi] SUBST f

1. υποτίμηση (εμπορεύματος):

2. υποτίμηση (νομίσματος):

3. υποτίμηση (παραγνώριση, λάθος εκτίμηση):

υποχονδρία [ipɔxɔnˈðria], υποχοντρία [ipɔxɔnˈdria] SUBST f

1. υποχονδρία MED:

2. υποχονδρία (σκυθρωπότητα):

υποτέλεια [ipɔˈtɛlia] SUBST f

1. υποτέλεια (υποταγή):

Tribut m

2. υποτέλεια GENET:

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский