Griechisch » Deutsch

διασκευαστής (διασκευάστρια) [ðiascɛvasˈtis, ðiascɛˈvastria] SUBST m/f (f)

1. διασκευαστής (κειμένου):

διασκευαστής (διασκευάστρια)
Bearbeiter(in) m (f)

2. διασκευαστής (μουσικής):

διασκευαστής (διασκευάστρια)
Arrangeur(in) m (f)

διασκεδαστής (διασκεδάστρια) [ðiascɛðasˈtis, ðiascɛˈðastria] SUBST m/f (f)

διασκεδαστικ|ός <-ή, -ό> [ðiascɛðastiˈkɔs] ADJ

διασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiascɛˈvazɔ] VERB trans

1. διασκευάζω (κείμενο):

2. διασκευάζω (μουσική):

διασκευή [ðiascɛˈvi] SUBST f

1. διασκευή (κειμένου):

2. διασκευή (μουσικής):

διασκέδασ|η <-εις> [ðiaˈscɛðasi] SUBST f

1. διασκέδαση (διασκορπισμός):

κατασκευαστ|ής (κατασκευάστρια) [katascɛvasˈtis, katascɛˈvastria] SUBST m/f (f)

παρασκευαστής (παρασκευάστρια) [parascɛvasˈtis, parascɛˈvastria] SUBST m/f (f) (σε εργαστήριο)

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский