Griechisch » Deutsch

πρωταγωνιστ|ώ <-είς, -ησα> [prɔtaɣɔnisˈtɔ] VERB intr

πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια) [prɔtaɣɔnisˈtis, prɔtaɣɔˈnistria] SUBST m/f (f)

1. πρωταγωνιστής (ηθοποιός):

πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια)

2. πρωταγωνιστής übtr (κύριο πρόσωπο):

πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια)
πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια)

πρωταγωνιστικ|ός <-ή, -ό> [prɔtaɣɔnistiˈkɔs] ADJ

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский