Griechisch » Deutsch

ταπέτο [taˈpɛtɔ] SUBST nt

1. ταπέτο (στο σπίτι):

2. ταπέτο (στο αυτοκίνητο, για γυμναστική):

Matte f

ταπετσάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [tapɛˈtsarɔ] VERB trans

1. ταπετσάρω (τοίχο):

2. ταπετσάρω (έπιπλα):

ταπετσαρία [tapɛtsaˈria] SUBST f

1. ταπετσαρία (τοίχου):

Tapete f

2. ταπετσαρία (επίπλων):

Bezug m

ξώπετσα [ˈksɔpɛtsa] ADV

ταπείνωσ|η <-εις> [taˈpinɔsi] SUBST f

ταπετσιέρ|ης <-ηδες> [tapɛˈtsçɛris] SUBST m

1. ταπετσιέρης (τοίχου):

Tapezierer(in) m (f)

2. ταπετσιέρης (επίπλων):

τάπερ [ˈtapɛr] SUBST nt inv

ταπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [taˈpɔnɔ] VERB trans

πετσί [pɛˈtsi] SUBST nt

2. πετσί (επεξεργασμένο):

Leder nt

ταπειν|ός <-ή, -ό> [tapiˈnɔs] ADJ

1. ταπεινός (σεμνός):

2. ταπεινός (πρόστυχος, τιποτένιος):

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский