Griechisch » Deutsch

τυλί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [tiˈliɣɔ] VERB trans

1. τυλίγω (κλείνω κουλουριάζοντας):

2. τυλίγω (κλωστή):

3. τυλίγω (πακετάρω):

4. τυλίγω (μπλέκω):

verwickeln in +Akk

τυλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tiˈlɔnɔ] VERB trans

γρυλί|ζω <-σα> [ɣriˈlizɔ] VERB intr

1. γρυλίζω (γουρούνι):

2. γρυλίζω übtr:

διυλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiiˈlizɔ] VERB trans

1. διυλίζω (φιλτράρω):

2. διυλίζω (ζάχαρη, λάδι):

4. διυλίζω übtr (εξετάζω):

ζουλ|ώ <-άς, -ηξα [ή -ησα], -ήχτηκα, -ηγμένος> [zuˈlɔ], ζουλ|ίζω [zuˈlizɔ] <-ισα [ή -ιξα], -ήχτηκα, -ιγμένος> VERB trans

1. ζουλώ (συνθλίβω):

2. ζουλώ (ώστε να χαλάσει):

3. ζουλώ (πατώ):

4. ζουλώ (φρούτο):

5. ζουλώ (δάχτυλα σε πόρτα):

I . γυαλί|ζω <-σα, -ίστηκα, -ισμένος> [jaˈlizɔ] VERB intr (λάμπω)

II . γυαλί|ζω <-σα, -ίστηκα, -ισμένος> [jaˈlizɔ] VERB trans (λουστράρω)

I . στολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [stɔˈlizɔ] VERB trans

II . στολίζομαι VERB refl

1. στολίζομαι (ντύνομαι):

2. στολίζομαι (καλλωπίζομαι):

I . στυφί|ζω <-σα> [stiˈfizɔ] VERB intr (έχω στυφή γεύση)

II . στυφί|ζω <-σα> [stiˈfizɔ] VERB trans (κάνω στυφό)

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский