Griechisch » Deutsch

χασομέρι [xasɔˈmɛri] SUBST nt

1. χασομέρι (το να μην κάνεις τίποτα):

2. χασομέρι (χρονοτριβή):

3. χασομέρι (χάσιμο χρόνου):

I . χασομερ|ώ <-άς, -ησα> [xasɔmɛˈrɔ] VERB intr

1. χασομερώ (χάνω την ώρα μου):

2. χασομερώ (περνώ την ώρα μου):

3. χασομερώ (χρονοτριβώ, καθυστερώ):

II . χασομερ|ώ <-άς, -ησα> [xasɔmɛˈrɔ] VERB trans (κάποιον)

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST m, μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST f

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) m (f)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) m (f)

χασομέρης (χασομέρισσα) [xasɔˈmɛris, xasɔˈmɛrisa] SUBST m/f (f)

1. χασομέρης (που δεν κάνει τίποτα):

χασομέρης (χασομέρισσα)
Nichtstuer(in) m (f)

2. χασομέρης (που χρονοτριβεί):

χασομέρης (χασομέρισσα)
Trödler(in) m (f)

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST m, μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST f

καβαλάρ|ης <-ηδες> [kavaˈlaris] SUBST m, καβαλάρισσα [kavaˈlarisa] SUBST f

τσοπάν|ης [tsɔˈpanis], τσομπάν|ης [tsɔmˈbanis] <-ηδες> SUBST m, τσοπάνισσα [tsɔˈpanisa], τσομπάνισσα [tsɔmˈbanisa] SUBST f

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский