Griechisch » Deutsch

αυτοκινητιστής (αυτοκινητίστρια) [aftɔcinitisˈtis, aftɔciniˈtistria] SUBST m/f (f) (οδηγός)

αυτοκινητιστής (αυτοκινητίστρια)
Autofahrer(in) m (f)

αυτοκινητιστικ|ός <-ή, -ό> [aftɔcinitistiˈkɔs] ADJ

αυτοκινητικ|ός <-ή, -ό> [aftɔcinitiˈkɔs] ADJ

αυτοκινητάδα [aftɔciniˈtaða] SUBST f

αυτοκινητάκι [aftɔciniˈtaci] SUBST nt

1. αυτοκινητάκι (μικρό αυτοκίνητο):

2. αυτοκινητάκι (παιδικό παιχνίδι):

3. αυτοκινητάκι (σε λoύνα παρκ):

αυτοκινητάμαξα [aftɔciniˈtamaksa] SUBST f (με μηχανή ντίζελ)

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский