Griechisch » Deutsch

δημοτικιστής (δημοτικίστρια) [ðimɔticisˈtis, ðimɔtiˈcistria] SUBST m/f (f)

δημοτικιστής (δημοτικίστρια)
δημοτικιστής (δημοτικίστρια)

δημοτικισμός [ðimɔticizˈmɔs] SUBST m (ο ελληνικός)

δημοτικότητα [ðimɔtiˈkɔtita] SUBST f

δημητριομετρία [ðimitriɔmɛˈtria] SUBST f

δημοτική [ðimɔtiˈci] SUBST f

δημοτικ|ός <-ή, -ό> [ðimɔtiˈkɔs] ADJ

1. δημοτικός (σχετικός με το λαό):

Volks-

3. δημοτικός (της δημοτικής εκπαίδευσης):

Grundschul-

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский