Griechisch » Deutsch

στορέας [stɔˈrɛas] SUBST m

στολή [stɔˈli] SUBST f

1. στολή MILIT:

2. στολή (παραδοσιακή):

Tracht f

στοά [stɔˈa] SUBST f

1. στοά (κτίσμα με κίονες):

2. στοά (πέρασμα):

3. στοά (ορυχείου):

στοκ [stɔk] SUBST nt inv

I . στοπ [stɔp] SUBST nt inv

1. στοπ (σταμάτημα):

Stopp m

II . στοπ [stɔp] INTERJ

στορ [stɔr] SUBST nt inv

στοίχος [ˈstixɔs] SUBST m

στοίβα [ˈstiva] SUBST f

1. στοίβα (πραγμάτων τοποθετημένα με τάξη):

Stapel m

2. στοίβα (πράγματα ριγμένα άτακτα):

Haufen m

στόκος [ˈstɔkɔs] SUBST m

1. στόκος (για τζάμια):

Kitt m

2. στόκος (γυψομάρμαρο):

Stuck m

στοργή [stɔrˈji] SUBST f

2. στοργή (αφοσίωση):

3. στοργή (τρυφερότητα):

στουπί [stuˈpi] SUBST nt

1. στουπί (μάζα από ίνες):

Hede f
Werg nt

2. στουπί (βούλωμα):

στητ|ός <-ή, -ό> [stiˈtɔs] ADJ

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский