Griechisch » Deutsch

I . συζητ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siziˈtɔ] VERB trans (κάποιο θέμα)

II . συζητ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siziˈtɔ] VERB intr

1. συζητώ (έχω σοβαρή συζήτηση):

2. συζητώ (έχω κουβέντα):

ασυζητητί [asizitiˈti] ADV (χωρίς αμφιβολία, οπωσδήποτε)

συζήτησ|η <-εις> [siˈzitisi] SUBST f

2. συζήτηση (συνομιλία, διαπραγμάτευση):

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский