Griechisch » Deutsch

συμμορίτης (συμμορίτισσα) [simɔˈritis, simɔˈritisa] SUBST m/f (f)

συμμορίτης (συμμορίτισσα)
Bandit m

συμμορία [simɔˈria] SUBST f

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST m, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST m/f

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST m, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST f

I . συμμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [simɔrˈfɔnɔ] VERB trans

1. συμμορφώνω (φέρνω σε αρμονία, σε αναλογία):

2. συμμορφώνω (κάνω φρόνιμο):

II . συμμορφώνομαι VERB refl

1. συμμορφώνομαι (στις ενέργειές μου):

2. συμμορφώνομαι (συμμαζεύομαι):

συμμόρφωσ|η <-εις> [siˈmɔrfɔsi] SUBST f

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST m, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST f

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST m, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST f

συμμετρία [simɛˈtria] SUBST f

1. συμμετρία (αρμονία):

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST m, τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST f

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский