Griechisch » Deutsch

ασκούμεν|ος (-η) [asˈkumɛn|ɔs, -i] SUBST m/f (f)

εξασκημέν|ος <-η, -ο> [ɛksasciˈmɛnɔs] ADJ

αδικημέν|ος <-η, -ο> [aðiciˈmɛnɔs] ADJ

στημέν|ος <-η, -ο> [stiˈmɛnɔs] ADJ

1. στημένος (προσποιητός):

2. στημένος SPORT (αγώνας):

ασχημάνθρωπος [asçiˈmanθrɔpɔs], ασκημάνθρωπος [asciˈmanθrɔpɔs] SUBST m

αφηρημέν|ος <-η, -ο> [afiriˈmɛnɔs] ADJ

1. αφηρημένος (που δεν προσέχει):

2. αφηρημένος (βυθισμένος σε σκέψεις):

3. αφηρημένος PHILOS (όχι συγκεκριμένος):

κεκτημέν|ος <-η, -ο> [cɛktiˈmɛnɔs] ADJ

1. κεκτημένος (κάτι το υλικό):

ασχημίζω [asçiˈmizɔ], ασκημίζω [asciˈmizɔ]

ασχημίζω s. ασχημαίνω

Siehe auch: ασχημαίνω

I . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB trans (κάνω άσχημο)

II . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB intr

1. ασχημαίνω (γίνομαι από ωραίος άσχημος):

2. ασχημαίνω (γίνομαι από άσχημος ασχημότερος):

I . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB trans (κάνω άσχημο)

II . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB intr

1. ασχημαίνω (γίνομαι από ωραίος άσχημος):

2. ασχημαίνω (γίνομαι από άσχημος ασχημότερος):

ασκητ|εύω <-εψα> [asciˈtɛvɔ] VERB intr (ζω ως ασκητής)

ασκητικ|ός <-ή, -ό> [ascitiˈkɔs] ADJ

καημέν|ος <-η, -ο> [kaiˈmɛnɔs] ADJ

γαμημέν|ος <-η, -ο> [ɣamiˈmɛnɔs] ADJ vulg

ηττημέν|ος <-η, -ο> [itiˈmɛnɔs] ADJ

λυπημέν|ος <-η, -ο> [lipiˈmɛnɔs] ADJ

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский