Griechisch » Deutsch

I . μοιρολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mirɔlɔˈɣɔ] VERB trans (κάποιον)

II . μοιρολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mirɔlɔˈɣɔ] VERB intr

μοιρολόι [mirɔˈlɔi] SUBST nt

1. μοιρολόι:

Klagen nt

2. μοιρολόι übtr (συνεχή παράπονα):

I . μοιρά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [miˈrazɔ] VERB trans

1. μοιράζω (χωρίζω):

teilen in +Akk

3. μοιράζω (τα χαρτιά):

Τιρόλο [tiˈrɔlɔ] SUBST nt

άμοιρ|ος <-η, -ο> [ˈamirɔs] ADJ

1. άμοιρος (κακότυχος):

Unglücks-

2. άμοιρος (στερημένος από κάτι):

bar, -los

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский