Griechisch » Deutsch

γυφτιά [jifˈtça] SUBST f

1. γυφτιά abw (Γύφτοι):

2. γυφτιά (απρέπεια, μικροπρέπεια):

3. γυφτιά (ακαταστασία):

4. γυφτιά (τσιγγουνιά):

γιάπ|ης <-ηδες> [ˈjapis] SUBST m, γιάπισσα [ˈjapisa] SUBST f

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST m, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST f

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST f

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST m, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST f

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) m (f)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) m (f)

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST m, τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST f

γύφτικ|ος <-η, -ο> [ˈjiftikɔs] ADJ

γυφταριό [jiftaˈri̯ɔ] SUBST nt

1. γυφταριό (χώρος Γύφτων):

2. γυφταριό abw (Γύφτοι):

3. γυφταριό (βρόμικος χώρος):

γυφταριό übtr abw

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST m, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST f

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST m, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST f

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST m, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST m/f

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский