Griechisch » Deutsch

κατασκοπεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [kataskɔˈpɛvɔ] VERB trans

κατάσκοπος [kaˈtaskɔpɔs] SUBST mf

κατασκορπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataskɔrˈpizɔ] VERB trans

1. κατασκορπίζω (ρίχνω εδώ και κει):

2. κατασκορπίζω (σπαταλώ):

I . κατασκοτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kataskɔˈtɔnɔ] VERB trans (δέρνω)

II . κατασκοτώνομαι VERB refl

1. κατασκοτώνομαι (κουράζομαι):

2. κατασκοτώνομαι (τραυματίζομαι):

κατασφά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataˈsfazɔ] VERB trans

κατασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katascɛˈvazɔ] VERB trans

1. κατασκευάζω (φτιάχνω):

2. κατασκευάζω (επινοώ):

κατασκηνώ|νω <-σα, -μένος> [katasciˈnɔnɔ] VERB intr

κατασκήνωσ|η <-εις> [kataˈscinɔsi] SUBST f

1. κατασκήνωση (σύνολο σκηνών):

2. κατασκήνωση (εγκατάσταση κάμπιγκ):

3. κατασκήνωση (στήσιμο σκηνής):

Campen nt

κατασκότειν|ος <-η, -ο> [kataˈskɔtinɔs] ADJ

κατασκοπευτικ|ός <-ή, -ό> [kataskɔpɛftiˈkɔs] ADJ

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский