Griechisch » Deutsch

διαμορφωτής (διαμορφώτρια) [ðiamɔrfɔˈtis, ðiamɔrˈfɔtria] SUBST m/f (f)

1. διαμορφωτής (πλατείας, χώρου, πολιτικής):

διαμορφωτής (διαμορφώτρια)
Gestalter(in) m (f)

2. διαμορφωτής (χαρακτήρα):

διαμορφωτής (διαμορφώτρια)
Former(in) m (f)

διαμορφωτικ|ός <-ή, -ό> [ðiamɔrfɔtiˈkɔs] ADJ

1. διαμορφωτικός (γενικά):

2. διαμορφωτικός ELEK:

Modulations-

διαρρήκτης [ðiaˈriktis], διαρρήχτης [ðiaˈrixtis], διαρρήκτρια [ðiaˈriktria], διαρρήχτρια [ðiaˈrixtria] SUBST m/f

διαμόρφωσ|η <-εις> [ðiaˈmɔrfɔsi] SUBST f

2. διαμόρφωση (διάπλαση, με ορισμένη μορφή):

4. διαμόρφωση (χώρου για ορισμένη δουλειά):

5. διαμόρφωση GENET:

I . διαμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiamɔrˈfɔnɔ] VERB trans

1. διαμορφώνω (σχηματίζω):

2. διαμορφώνω (διαπλάθω, δίνω μορφή):

3. διαμορφώνω (χώρο για ορισμένη δουλειά):

II . διαμορφώνομαι VERB refl (παίρνω μορφή)

αδιαμόρφωτ|ος <-η, -ο> [aðiaˈmɔrfɔtɔs] ADJ

1. αδιαμόρφωτος (πλατεία, κήπος):

2. αδιαμόρφωτος (χαρακτήρας):

αναμορφωτής (αναμορφώτρια) [anamɔrfɔˈtis, anamɔrˈfɔtria] SUBST m/f (f)

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский