Griechisch » Deutsch

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST m, κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST f

καταμετρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katamɛˈtrɔ] VERB trans

1. καταμετρώ (παίρνω τις διαστάσεις):

2. καταμετρώ (μετρώ):

κατ|αθέτω <-άθεσα [ή -έθεσα], -ατέθηκα, -αθεμένος [ή -ατεθειμένος] > [kataˈθɛtɔ] VERB trans

1. καταθέτω (όπλα, στεφάνι):

2. καταθέτω (σπουδαία έγγραφα):

3. καταθέτω (χρήματα):

4. καταθέτω (αίτηση, μήνυση):

κατακίτριν|ος <-η, -ο> [kataˈcitrinɔs] ADJ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST m, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST f

καταμέτρησ|η <-εις> [kataˈmɛtrisi] SUBST f

1. καταμέτρηση (έκτασης, αντικειμένου):

2. καταμέτρηση (ψήφων):

κατ|αθλίβω <-έθλιψα, -αθλιμμένος> [kataˈθlivɔ] VERB trans

καταθορυβ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kataθɔriˈvɔ] VERB trans übtr

κατασυντρί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [katasinˈdrivɔ] VERB trans

βαθυμετρία [vaθimɛˈtria] SUBST f

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский