Griechisch » Deutsch

δικαιολογία [ðicɛɔlɔˈjia] SUBST f

1. δικαιολογία (ως υπεράσπιση του εαυτού μου):

2. δικαιολογία (λόγος):

ψευδολογία [psɛvðɔlɔˈjia] SUBST f

1. ψευδολογία (ιδιότητα χαρακτήρα):

2. ψευδολογία (ψέμα):

Lüge f

δικαιολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðicɛɔlɔˈɣɔ] VERB trans

χυδαιολογία [çiðɛɔlɔˈjia] SUBST f

φυτοβιολογία [fitɔviɔlɔˈjia] SUBST f

ψευτοδουλειά [psɛftɔðuˈʎa] SUBST f

1. ψευτοδουλειά (κακοκαμωμένο κατασκεύασμα):

2. ψευτοδουλειά (μικροδουλειά):

ματαιολογία [matɛɔlɔˈjia] SUBST f

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский