Griechisch » Deutsch

σχισμή [sçizˈmi] SUBST f

1. σχισμή (σε χαρτί, επιφάνεια κτλ):

Riss m

2. σχισμή (μακρόστενο άνοιγμα):

Spalt m

σκίσιμο [ˈscisimɔ] SUBST nt (σκισμή)

σκασμός [skazˈmɔs] SUBST m

1. σκασμός (ασφυξία):

2. σκασμός (θάνατος από ασφυξία):

σκιέρ [sciˈɛr] SUBST mf inv

2. σκιέρ (αθλητής αλμάτων):

Skispringer(in) m (f)

σκιρτ|ώ <-άς, -ησα> [scirˈtɔ] VERB intr

1. σκιρτώ (αναπηδώ):

2. σκιρτώ (αναπηδώ τρομαγμένος):

3. σκιρτώ (τρομάζω):

σκιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sciˈazɔ] VERB trans

1. σκιάζω (ρίχνω σκιά):

2. σκιάζω übtr (εξαιτίας ατυχήματος, θανάτου κτλ):

3. σκιάζω (ζωγραφίζοντας):

δέσμη [ˈðɛzmi] SUBST f

3. δέσμη (ανθοδέσμη):

σκι [sci] SUBST nt inv

2. σκι (θαλάσσιο):

4. σκι (σπορ στο νερό):

σκιτσάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [sciˈtsarɔ] VERB trans

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский