Griechisch » Deutsch

κατιούσα [katiˈusa] SUBST f

καταστολή [katastɔˈli] SUBST f (κατάπνιξη, συγκράτηση)

κατασκεύασμα [kataˈscɛvazma] SUBST nt

1. κατασκεύασμα (προϊόν):

3. κατασκεύασμα (υπόθεση):

κατασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katascɛˈvazɔ] VERB trans

1. κατασκευάζω (φτιάχνω):

2. κατασκευάζω (επινοώ):

κατάστασ|η <-εις> [kaˈtastasi] SUBST f

3. κατάσταση (μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο):

Status m

I . κατ|ατάσσω <-άταξα [ή -έταξα], -ατάχτηκα, -αταγμένος> [kataˈtasɔ] VERB trans

1. κατατάσσω (ταξινομώ):

2. κατατάσσω (περιλαμβάνω, εντάσσω):

II . κατατάσσομαι VERB refl MILIT

κατασβή|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataˈzvinɔ] VERB trans

1. κατασβήνω (φωτιά, δίψα):

2. κατασβήνω (περιέργεια):

3. κατασβήνω (καταπνίγω: εξέγερση):

κατάσβεσ|η <-εις> [kaˈtazvɛsi] SUBST f

κατασφά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataˈsfazɔ] VERB trans

κατάσκοπος [kaˈtaskɔpɔs] SUBST mf

κατ|αστέλλω <-άστειλα [ή -έστειλα], -αστάλθηκα, -ασταλμένος> [kataˈstɛlɔ] VERB trans

1. καταστέλλω (εμποδίζω):

2. καταστέλλω (καταπνίγω):

3. καταστέλλω (συγκρατώ κάτι καλό, κάποια εξέλιξη):

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB trans

1. καταστρέφω (αφανίζω):

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

κατ|αστρώνω <-άστρωσα [ή -έστρωσα], -αστρώθηκα, -αστρωμένος> [kataˈstrɔnɔ] VERB trans

Möchtest du ein Wort, eine Phrase oder eine Übersetzung hinzufügen?

Sende uns gern einen neuen Eintrag.

Seite auf Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский